Home Featured Η Κίνα και η αναμέτρηση της με τις ΗΠΑ απασχολεί τους διεθνείς αναλυτές

Η Κίνα και η αναμέτρηση της με τις ΗΠΑ απασχολεί τους διεθνείς αναλυτές

0
Η Κίνα και η αναμέτρηση της με τις ΗΠΑ απασχολεί τους διεθνείς αναλυτές

Ενάμισι έτος μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στα ουκρανικά εδάφη, η προσοχή των ξένων αναλυτών παραμένει επικεντρωμένη στην κορύφωση της έντασης στον άξονα Δύσης-ΗΠΑ. Την προηγούμενη εβδομάδα, οι δυτικοί αναλυτές προσέγγισαν το ζήτημα πολυδιάστατα, εκπέμποντας το μήνυμα ότι η αναμέτρηση με το Πεκίνο θα μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα στο προσκήνιο της δυτικής επικαιρότητας.

Την περασμένη εβδομάδα ο κινεζικός Τύπος ασχολήθηκε με το δίκτυο συμμαχιών και συνεργασιών που αναπτύσσει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας. Σε παρόμοιο ύφος, στη συνεργασία της Μόσχας με το Ιράν εστίασε ο ρωσικός Τύπος.

«Η Κίνα συνεργάζεται με τη Μόσχα, αλλά δεν την εμπιστεύεται»

Η αμερικανική εφημερίδα «The New York Times» στις 17 Μαΐου φιλοξένησε το δημοσίευμα με τίτλο «Καθώς η ουκρανική επίθεση πλησιάζει, ο Πούτιν αντιμετωπίζει οπισθοδρομήσεις και διχόνοια στις ρωσικές δυνάμεις», στο οποίο ξεχώρισαν τα εξής: «Φαίνεται ότι πρόκειται για κακές εβδομάδες για τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Β. Πούτιν, μια εποχή κατά την οποία τα προβλήματα που ταλαιπωρούν από την αρχή τον 15μηνο πόλεμό του επιδεινώνονται: περιορισμένοι πόροι, ανοργάνωτη άμυνα και διχασμός στις τάξεις του στρατού. Αυτά τα προβλήματα απειλούν τώρα να εκτροχιάσουν αυτό που μόλις πριν από μερικές εβδομάδες φαινόταν τελικά να είναι μια σπάνια στρατιωτική επιτυχία στα χέρια της Ρωσίας: η νίκη στη μακρόχρονη και αιματηρή μάχη για την πόλη Μπαχμούτ της ανατολικής Ουκρανίας. Οι ρωσικές δυνάμεις, ενώ εξακολουθούν να μάχονται σθεναρά εντός των ορίων της πόλης, έχουν υποχωρήσει από θέσεις τους στις παρυφές της Μπαχμούτ. Η πρόκληση για τον κ. Πούτιν υπερβαίνει το πεδίο της μάχης, καθώς αυτός αγωνίζεται να προβάλει έναν αέρα ικανότητας και αυτοπεποίθησης στο κοινό του και στις ελίτ της Ρωσίας. Η δυσλειτουργία, οι εσωτερικές διαμάχες και οι εντάσεις, είπαν οι αναλυτές, θα μπορούσαν να παρερμηνευθούν ως μήνυμα ότι ο κ. Πούτιν θα αντιμετωπίσει πολιτικούς περιορισμούς στη συνέχιση του πολέμου, ενώ είναι πιθανότερο να τον περιορίσουν οι οικονομικές προκλήσεις, η στρατιωτικο-βιομηχανική ικανότητα και η κακή διαχείριση της μάχης».

Σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Ένα G7 κάτω από τη σκιά του G2» στην βραζιλιάνικη εφημερίδα «OGlobo», στις 16 Μαΐου, ο Marcelo Ninio υπογραμμίζει τα εξής: «Όταν η G7 πραγματοποίησε την πρώτη της σύνοδο κορυφής το 1975, το 70% του παγκόσμιου ΑΕΠ ήταν συγκεντρωμένο στο κλαμπ των πιο προηγμένων οικονομιών. Στη φετινή συνάντηση, που έχει προγραμματιστεί για το Σαββατοκύριακο στην Ιαπωνία, τα στοιχεία μαρτυρούν την έκτοτε μεταμόρφωση του κόσμου. Σήμερα, το μερίδιο της G7 στο παγκόσμιο ΑΕΠ είναι 30%, σχεδόν ισόποσο με εκείνο των BRICS, δηλαδή της ομάδας των αναδυόμενων οικονομιών που αποτελείται από τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική. Η σύγκριση έρχεται στο προσκήνιο εν μέσω του ανταγωνισμού μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον. Η Κίνα προωθεί την ιδέα της επέκτασης των BRICS, ως αντίπαλο δέος του αναπτυσσόμενου κόσμου απέναντι στην G7. Ωστόσο, είναι προσεκτική ώστε να μην υπερβάλει και να μην μειώσει τα περιθώρια ελιγμών των χωρών που διατηρούν καλές σχέσεις και με τις δύο πλευρές, όπως η Βραζιλία, η οποία φέτος συμμετέχει και πάλι στη σύνοδο κορυφής της G7 ως προσκεκλημένη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είναι προφανώς ψηλά στην ατζέντα της G7, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του και της γεωπολιτικής εγγύτητας με τα μέλη – τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τον Καναδά, την Ιταλία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά είναι η αντιπαλότητα με την Κίνα που αποτελεί την πραγματική συστημική ανησυχία της G7».

Το βρετανικό περιοδικό «The Economist» στις 17 Μαΐου δημοσίευσε την ανάλυση με τίτλο «Οι διαχωριστικές γραμμές της αμερικανικής πολιτικής για την Κίνα», στα πλαίσια της οποίας επισημάνθηκαν τα εξής: «Η διαμάχη μεταξύ της Αμερικής και της Κίνας έχει μια μεταμοντέρνα όψη. Η Αμερική είναι οικονομικά συνυφασμένη με την Κίνα, τον σημερινό επίδοξο ηγεμόνα. Η επίσημη κυβερνητική στάση για την Ταϊβάν είναι η “στρατηγική ασάφεια”, μια γραμμή τόσο συγκεχυμένη που ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει σκοντάψει αρκετές φορές πάνω της. Ίσως γι’ αυτό ο Τζέικ Σάλιβαν, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου, κατέφυγε στο παράδειγμα του διασημότερου μεταμοντέρνου αρχιτέκτονα του κόσμου όταν προσπάθησε να εξηγήσει τη βιομηχανική και εμπορική πολιτική της κυβέρνησης. “Ο τρόπος με τον οποίο θα οικοδομήσουμε μια διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική δεν θα είναι με σαφείς πυλώνες τύπου Παρθενώνα, όπως κάναμε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά κάτι που θα μοιάζει λίγο περισσότερο με τον Φρανκ Γκέρι”. (Στο ζήτημα της Κίνας) ο Λευκός Οίκος προσπαθεί να εξισορροπήσει αντιφατικές παρορμήσεις. Για να τραβήξουμε την αρχιτεκτονική αναλογία του κ. Σάλιβαν σε οριακό σημείο, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να αποδειχθεί σαν την παράξενη αλλά αρμονική αίθουσα συναυλιών του κ. Γκέρι στο Λος Άντελες. Ή θα μπορούσε να είναι τόσο ανεφάρμοστο που, όπως η σχολή πληροφορικής του κ. Γκέρι στο ΜΙΤ, το κτίριο θα είχε διαρροές και ο αρχιτέκτονάς του θα δεχόταν μήνυση».

Στις 17 Μαΐου, η ισπανική εφημερίδα «El Pais» φιλοξένησε την ανάλυση του Timothy Garton Ash με τίτλο «Πρέπει να ρισκάρουμε περισσότερο στην Ουκρανία». Στην ανάλυση ξεχώρισαν τα εξής: «Οι Ουκρανοί έχουν μια θεωρία της νίκης. Ξεκινά με τη νίκη στο πεδίο της μάχης και κορυφώνεται με την αλλαγή στη Μόσχα. Πώς σκοπεύουν οι Ουκρανοί να το πετύχουν αυτό; Μια πιθανή απάντηση είναι με τον ίδιο τρόπο που έχει συμβεί σε άλλες περιόδους της ρωσικής ιστορίας, όταν στρατιωτικές ανατροπές πυροδότησαν τις επαναστάσεις του 1905 και του 1917. Αν ο ουκρανικός στρατός καταφέρει να προελάσει γρήγορα νότια προς την Αζοφική Θάλασσα, περικυκλώνοντας τα πολυπληθή αλλά αποθαρρημένα ρωσικά στρατεύματα και κόβοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού προς τη χερσόνησο της Κριμαίας, το ηθικό του ρωσικού στρατού στο έδαφος θα μπορούσε να καταρρεύσει και μαζί του η συνοχή του καθεστώτος στη Μόσχα. Πρόκειται για μια τολμηρή και ριψοκίνδυνη θεωρία νίκης, αλλά έχει κανείς στη Δύση κάποια καλύτερη; Τι πρέπει να κάνουμε για (σημειώσει επιτυχία η Ουκρανία); Να μην φοβόμαστε, αλλά να είμαστε προετοιμασμένοι. Κανένας δρόμος δεν είναι ακίνδυνος. Η αποφυγή ενός άμεσου κινδύνου μπορεί να σημαίνει τη δημιουργία μεγαλύτερων κινδύνων στο μέλλον (αυτό είναι το λάθος που έκανε η Δύση το 2014). Και μεταξύ αυτών των κινδύνων δεν είναι μόνο ο επαναλαμβανόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και η επιλογή της Κίνας να επιτεθεί στην Ταϊβάν».

Η ουγγρική εφημερίδα «Magyar Namzet» στις 17 Μαΐου δημοσίευσε την ανάλυση του György Nógrádi με τίτλο «Η Κίνα συνεργάζεται με τη Μόσχα, αλλά δεν την εμπιστεύεται», στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής: «Η Κίνα έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο παίκτη στην Άπω Ανατολή. Οι γείτονές της τη φοβούνται και ζητούν βοήθεια από τις ΗΠΑ. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι ο κύριος εχθρός της είναι η Κίνα. Η Νότια Κορέα έχει ευθυγραμμιστεί με τις ΗΠΑ, εν μέρει λόγω της αντίθεσής της στη Βόρεια Κορέα. Η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία έχουν κάνει το ίδιο. Η Κίνα έχει ήδη ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε πολλούς τομείς υψηλής τεχνολογίας. Γνωρίζει ότι οικονομικά θα είναι παγκόσμιος ηγέτης σε λίγα χρόνια. Γνωρίζει όμως επίσης ότι ο πληθυσμός της Ινδίας μόλις έφτασε τον πληθυσμό της Κίνας. Δεν ξεχνά ότι, μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, η Κίνα, σε πλήρη συνεργασία με το Πακιστάν, έθεσε ως κύριο καθήκον της να εκτοπίσει την Ινδία και να αποκτήσει τα στρατηγικά ορυχεία εκεί». Στην ανάλυση τονίστηκε επίσης ότι: «Η Κίνα αποδέχεται τη συνεργασία με τη Μόσχα. Γνωρίζει ότι οι Ρώσοι δεν μπορούν ποτέ να είναι απόλυτα αξιόπιστοι, ούτε κανένας άλλος στον κόσμο. Αλλά προς το παρόν, η Ρωσία μοιάζει με έναν καλό εταίρο απέναντι στις ΗΠΑ. Το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας είναι, με απλά λόγια, εφάμιλλο με αυτό των ΗΠΑ και προστατεύει την Κίνα- από την άλλη πλευρά, η Κίνα μπορεί να προετοιμαστεί για μια σχετικά ειρηνική “συγχώνευση” με την Ταϊβάν».

ΗΠΑ και σύμμαχοι συζητούν τη συνεργασία στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού

«Η επαναπροσέγγιση μεταξύ Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας συνεχίζει να κερδίζει έδαφος» είναι ο τίτλος του κύριου άρθρου που ήταν δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της αγγλόφωνης γιαπωνέζικης εφημερίδας «The Japan Times», στις 18 Μάϊου. Στο άρθρο ξεχώρισαν τα εξής: «Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Φούμιο Κισίντα είναι ένα σημαντικό βήμα για την αποκατάσταση των (διμερών) σχέσεων. Ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Yoon Suk-yeol, ανέλαβε πέρυσι τα καθήκοντά του αποφασισμένος να ανοικοδομήσει τις σχέσεις της χώρας του με την Ιαπωνία. Δεν έχει αμφιταλαντευθεί σε αυτή την προσπάθεια. Το πιο σημαντικό είναι ότι νωρίτερα φέτος συναίνεσε σε μια συμφωνία που θα επέλυε το μακροχρόνιο ζήτημα της αποζημίωσης των ατόμων που αναγκάστηκαν να εργαστούν κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής της κορεατικής χερσονήσου. Οι δύο κυβερνήσεις ακολούθησαν στη συνέχεια ένα προσεκτικά κατασκευασμένο pas de deux. Μία από τις κινητήριες δυνάμεις της προσέγγισης είναι η εκτίμηση και των δύο κυβερνήσεων ότι το περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας επιδεινώνεται και ότι οι απειλές που προέρχονται από τη Βόρεια Κορέα και την Κίνα απαιτούν συντονισμένη απάντηση. Η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση αυτής της απειλής απαιτεί συνεργασία και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και πάλι, τα σημάδια είναι ελπιδοφόρα. Η τριμερής συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας έχει επιταχυνθεί».

Η αγγλόφωνη ινδική εφημερίδα «Hindustan Times» στις 17 Μάϊου δημοσίευσε την είδηση με τίτλο «Η Τετράδα εστιάζει στη Χιροσίμα σχετικά με την ανάπτυξη ικανοτήτων (στην περιοχή του) Ινδο-Ειρηνικού». Το δημοσίευμα αναφέρει τα εξής: «Παρά την αλλαγή στα ταξιδιωτικά σχέδια του Αμερικανού προέδρου, ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι έλαβε μέρος στη σύνοδο κορυφής της G-7 και της Τετράδας στη Χιροσίμα και στη συνέχεια στη σύνοδο του Φόρουμ Ινδο-Ειρηνικού στο Πορτ Μόρεσμπι στην Παπούα Νέα Γουινέα και θα ολοκληρώσει το ταξίδι του με διμερή σύνοδο κορυφής στην Αυστραλία. Σύμφωνα με κορυφαίους αξιωματούχους, “οι τέσσερις στρατηγικοί εταίροι θα ενισχύσουν την ασφάλεια της ομάδας με στενή οικονομική και τεχνολογική συνεργασία με στόχο την οικοδόμηση παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού”, δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος. Σύμφωνα με αξιωματούχους, η τετράδα δεν είναι μια ομάδα δημοκρατικών δυνάμεων εναντίον της Κίνας, αλλά αφορά την αμοιβαία οικονομική, τεχνολογική συνεργασία και συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας στον Ινδο-Ειρηνικό. Η τετράδα θα ανοίξει νέους δρόμους συνεργασίας μετά τη συνάντηση της Χιροσίμα, με συζητήσεις σχετικά με τη συνεχιζόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία, την ταχεία επέκταση του Ναυτικού και τον αυξανόμενο διπλωματικό ρόλο της Κίνας σε παγκόσμια ζητήματα».

Η αγγλόφωνη κινεζική εφημερίδα «People’s Daily» στις 16 Μαΐου δημοσίευσε το κύριο άρθρο με τίτλο «Στερεά βάση και κοινό μέλλον για Κίνα και κοινότητα της Κεντρικής Ασίας».  Στο άρθρο ξεχώρισαν τα παρακάτω: «Η σύνοδος κορυφής Κίνας-Κεντρικής Ασίας πρόκειται να δώσει μεγάλη ώθηση στις σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ της Κίνας και των πέντε χωρών της Κεντρικής Ασίας. Στην εκδήλωση θα προεδρεύσει ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ και θα συμμετάσχουν οι πρόεδροι του Καζακστάν, της Κιργισίας, του Τατζικιστάν, του Τουρκμενιστάν και του Ουζμπεκιστάν. Υπάρχουν ήδη στέρεες βάσεις για την επέκταση της ολόπλευρης και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ της Κίνας και αυτών των χωρών της Κεντρικής Ασίας. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο Σι έχει επισκεφθεί την Κεντρική Ασία επτά φορές. Η Κίνα και οι πέντε χώρες της Κεντρικής Ασίας έχουν δώσει το καλό παράδειγμα της προώθησης ενός νέου τύπου διεθνών σχέσεων. Τα στοιχεία δείχνουν γόνιμη οικονομική και εμπορική συνεργασία. Η τεράστια αγορά της Κίνας, το πλήρες βιομηχανικό σύστημα και οι προηγμένες τεχνολογίες είναι πολύ ελκυστικές για τις χώρες της Κεντρικής Ασίας και η αρχή της ισότητας και του αμοιβαίου οφέλους επέτρεψε στη διμερή συνεργασία να επιτύχει συνεχή και σταθερή ανάπτυξη».

Ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος

«Η Ρωσία εκπλήρωσε το όνειρο των τσάρων και των Σοβιετικών» είναι ο τίτλος του άρθρου γνώμης του Grigory Sysoyev που δημοσιεύτηκε στις 18 Μαΐου στην ιστοσελίδα του ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων «RIA Novosti». Στο άρθρο αναφέρθηκαν τα εξής: «Η χθεσινή 17η Μαΐου 2023 είναι βέβαιο ότι θα μείνει στη σύγχρονη ιστορία. Εκείνη την ημέρα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, μαζί με τον Ιρανό ομόλογό του Ιμπραήμ Ραΐσι, ξεκίνησαν την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Ρεστ-Αστάρα. Το έργο αυτό θα εκπληρώσει το όνειρο σχεδόν όλων των πολιτικών ηγετών της χώρας μας τον τελευταίο ενάμιση αιώνα. Το μήκος του υπό κατασκευή τμήματος Resht-Astara είναι μόλις 162 χιλιόμετρα, αλλά η φαινομενική μετριοπάθεια των στοιχείων δεν πρέπει να παραπλανήσει κανέναν. Η κατασκευή του σιδηροδρόμου Transcaucasian ξεκίνησε το 1865. Μετά την επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι ανέλαβαν το έργο με τριπλάσιο ζήλο». Συνεχίζοντας, ο αρθρογράφος προσθέτει ότι: «Η προσέγγιση μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου επισκιάζει αδικαιολόγητα παρόμοιες διεργασίες με το Ιράν. Τα φορτία μεταξύ Ρωσίας και Ιράν (σήμερα ξεκινούν το ταξίδι τους από) τα λιμάνια της Βαλτικής και προχωρούν μέσω της Βόρειας Θάλασσας, διασχίζοντας τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Μεσόγειο Θάλασσα και τη διώρυγα του Σουέζ. Μόλις ανοίξει (ο νέος διάδρομος) μέσω του Καυκάσου και του Ιράν, το μήκος της διαδρομής θα μειωθεί στα τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα».

Σε άρθρο γνώμης που ήταν δημοσιευμένο στις 19 Μαΐου στην αγγλόφωνη ουκρανική ιστοσελίδα «Kyiv Post» με τον τίτλο «Γιατί η Ουκρανία χρειάζεται τα μαχητικά αεροσκάφη F-16», ο Bohdan Tuzov επισημαίνει τα εξής: «Στις 10 Μαΐου 2023, ο Vadym Prystaiko, πρέσβης της Ουκρανίας στη Μεγάλη Βρετανία, ανακοίνωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι η πρώτη χώρα που θα αρχίσει να εκπαιδεύει Ουκρανούς πιλότους σύμφωνα με τα πρότυπα του ΝΑΤΟ. Έτσι, όταν τελικά ληφθεί η πολιτική απόφαση για την αποστολή των μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Ουκρανία, οι Ουκρανοί πιλότοι θα κατακτήσουν γρήγορα τη νέα τεχνολογία. Αν προσθέσουμε στην εξίσωση και την εμπειρία μάχης των Ουκρανών αεροπόρων, μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι τα μαχητικά αεροσκάφη F-16 θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση των ουκρανικών εδαφών. Το αμερικανικό F-16 ενδιαφέρει την Ουκρανία λόγω του εύρους των όπλων που μπορούν να εγκατασταθούν σε αυτό. Το MiG-29 δεν διαθέτει ειδικές κάψουλες στόχευσης και έξυπνες βόμβες που διαθέτει το F-16. Επίσης, το ραντάρ του MiG-29 δεν μπορεί να εντοπίσει στόχους στο έδαφος. Το F-16 είναι ένα πραγματικά ευέλικτο αεροσκάφος, ενώ το MiG-29 είναι απλώς ένα καλό μαχητικό. Από την άλλη πλευρά, το F-16 είναι μια μονάδα μάχης του “δικτυοκεντρικού πολέμου” – επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τους στόχους τόσο μεταξύ των αεροσκαφών όσο και μεταξύ των επίγειων ραντάρ, γεγονός που αυξάνει σημαντικά την αποτελεσματικότητά του στη μάχη».

Πηγή:ΚΥΠΕ