X

FinancialNews App

Nine Bridge Media Ltd

GET - on the App Store

HomeΕΙΔΗΣΕΙΣΚίνδυνος επαφής με δηλητήριο κατά τον επαναπατρισμό οστών φυλών της Πολυνησίας από...

Κίνδυνος επαφής με δηλητήριο κατά τον επαναπατρισμό οστών φυλών της Πολυνησίας από Μουσείο στη Λειψία

Μουσείο στη Λειψία ασχολείται εδώ και χρόνια με τον επαναπατρισμό οστών διαφόρων φυλών της Πολυνησίας, αλλά η διαδικασία ενέχει κινδύνους καθώς τα οστά ενδεχομένως να είναι εμποτισμένα με επικίνδυνες και δηλητηριώδεις ουσίες.

Εκτενές ρεπορτάζ – αφιέρωμα του Guardian Culture ασχολείται με τον επαναπατρισμό οστών από 28 διαφορετικές φυλές που πριν 140 χρόνια που είχαν εξαναγκαστεί σε εξορία.

Τα οστά αφαιρέθηκαν από τους αρχικούς χώρους ταφής από μια γερμανική αποστολή κανονιοφόρου το 1882 και κατέληξαν στις συλλογές των κρατιδίων της Σαξονίας και του Βερολίνου.

Το Μουσείο Εθνολογίας Γκράσι της Λειψίας, ένα από τα πολλά γερμανικά ιδρύματα που λαμβάνει μέτρα για την επιστροφή αντικειμένων που αποκτήθηκαν παράνομα, εγκατέστησε ένα δωμάτιο ειδικά σχεδιασμένο για επαναπατρισμούς, στο οποίο οι επιστήμονες προετοιμάζουν τα οστά για επαναπατρισμό και τα παραδίδουν στους συγγενείς για τη διαδικασία ταφής.

Η διαδικασία, που λέγεται εξανθρωπισμός, απαιτεί το τύλιγμα των οστών και των κρανίων σε ύφασμα κατασκευασμένο από χάρτινες ίνες μουριάς και κυρίως, ανθρώπινη επαφή.

Οι συγγενείς εξοπλίζονται με ειδικές στολές και μάσκες και τους γίνονται προειδοποιήσεις ότι τα λείψανα των προγόνων τους ενδέχεται να είναι δηλητηριώδη.

Όπως εξηγείται στο ρεπορτάζ, η ευρεία ιστορική χρήση φυτοφαρμάκων σημαίνει ότι τα οστά στις αίθουσες αποθήκευσης στο συγκεκριμένο μουσείο δεν είναι μόνο ”τοξικά” ως προς την προβληματική αποικιακή κληρονομιά τους, αλλά και ως προς το ότι είναι μολυσμένα με εξαιρετικά επικίνδυνες ουσίες.

Η ιδέα ότι αυτά τα μουσειακά αντικείμενα αλλά και τα οστά μπορούν και πάλι να χρησιμοποιηθούν σε τελετές με βάση τον πολιτισμό των φυλών αυτών, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την υγεία όσων τα χειρίζονται.

Σε μελέτη με τον τίτλο «Pest Control in Museums»  που δημοσιεύθηκε την περασμένη άνοιξη, η ερευνήτρια Χέλε Τέλο καταγράφει τον τρόπο με τον οποίο μια ακμάζουσα γερμανική βιομηχανία χημικών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα διέθετε επικίνδυνα προϊόντα σε μουσεία που αγωνίζονται να προστατεύσουν τις συλλογές τους από προσβολές από παράσιτα όπως σκαθάρια, σκώροι ή ασημόψαρα.

«Εκείνη την εποχή, πολλά από αυτά τα μουσεία ήταν υποστελεχωμένα και ήταν εντελώς καταβεβλημένα με το έργο του χειρισμού των αντικειμένων που είχαν συγκεντρώσει κατά την εποχή της αποικιοκρατίας», δήλωσε η Τέλο, πρώην συντηρήτρια στο Εθνολογικό Μουσείο του Βερολίνου.

Οργανικά υλικά όπως το ξύλο, το δέρμα, οι γούνες και τα φτερά ψεκάστηκαν άφθονα με χημικές ουσίες που αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνες.

Στο ερευνητικό εργαστήριο Ράντγκεν, ένα ερευνητικό ινστιτούτο που συνδέεται με τα κρατικά μουσεία του Βερολίνου, η ανάλυση των συλλογών της πόλης ανακάλυψε τα τελευταία χρόνια ίχνη βαρέων μετάλλων, όπως αρσενικό, μόλυβδο και υδράργυρο, καθώς και ενώσεις που περιέχουν χλώριο όπως η πενταχλωροφαινόλη (PCP) , που μπορεί να προκαλέσει επιβλαβείς επιπτώσεις στο ήπαρ, τα νεφρά, το αίμα, τους πνεύμονες και το νευρικό σύστημα.

«Συχνά συναντάμε αντικείμενα στις συλλογές μας με ανησυχητικά επίπεδα μόλυνσης από βιοκτόνα», δήλωσε ο Στέφαν Σιμόν , διευθυντής του εργαστηρίου. Ορισμένα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται, όπως το διχλωροδιφαινυλτριχλωροαιθάνιο (DDT), έχει βρεθεί ότι είναι πιθανό να προκαλέσουν καρκίνο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η χρήση φυτοφαρμάκων τεκμηριώθηκε σχολαστικά.

Πηγή:ΚΥΠΕ

Share
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Share