X

FinancialNews App

Nine Bridge Media Ltd

GET - on the App Store

HomeΕΙΔΗΣΕΙΣΗ υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει αδιάφορη, ακόμη και εχθρική απέναντι στους μετανάστες, λέει...

Η υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει αδιάφορη, ακόμη και εχθρική απέναντι στους μετανάστες, λέει στο ΚΥΠΕ ο Κεν Λόουτς

Η κοινωνία απομονώνεται, κατακερματίζεται. Οι άνθρωποι οδηγούνται στην απομόνωση. Η υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει αδιάφορη, ακόμη και εχθρική έναντι των μεταναστών. Αυτά τα θέματα αναδεικνύει μέσα από την τελευταία ταινία του ο διάσημος Βρετανός δημιουργός Κεν Λόουτς και γύρω από αυτά περιστρέφεται η συνέντευξη που παραχώρησε στο ΚΥΠΕ.

Με μια νέα, φτιαγμένη με το πάθος και την ενέργεια του ακτιβιστή, ταινία, «Η τελευταία παμπ», επιστρέφει ο Κεν Λόουτς (βραβευμένος δυο φορές με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών για τις ταινίες του, «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι», το 2008, και «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» το 2016). Ταινία, που πρωτοπροβλήθηκε πρόσφατα στο 36ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και που, αυτές τις μέρες, αρχίζει την πορεία της στις αίθουσες. Ταινία φτιαγμένη με σκηνές στέρεες, πλούσιες σε αισθήματα, αλλά και, όταν χρειάζονται, ανατροπές, με βάση το θαυμάσιο, πυκνό, φτιαγμένο με οικονομία, και με ωραίους χαρακτήρες, σενάριο του τακτικού του συνεργάτη, Πολ Λάβερτι.

Στο επίκεντρο της ιστορίας είναι το The Old Oak του τίτλου, η μόνη εναπομείνασα pub σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, μιας ακμάζουσας μεταλλουργίας, το μοναδικό μπαρ όπου μπορούν ακόμη να συγκεντρώνονται οι κάτοικοι. Μία «παμπ» που με δυσκολία καταφέρνει να κρατήσει ο ιδιοκτήτης της, Τι Τζέι, κι όπου τα πράγματα δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο όταν στο χωριό καταφθάνουν οι πρώτοι Σύριοι μετανάστες, θύματα του πολέμου, που ο Τι Τζέι αποφασίζει να βοηθήσει.

Συναντήσαμε τον Κεν στις Κάννες, όπου η ταινία του συμμετείχε στο Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ και μπορέσαμε να μιλήσουμε για την ταινία του και γενικότερα για την κοινωνία και πολιτική. Και να του απευθύνουμε πρόσκληση να την παρουσιάσει ο ίδιος στο κοινό κατά το φετινό 36ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου τον Νοέμβριο.

«Ευχαριστώ πολύ, θα το ήθελα κι εγώ, αλλά αν δεν μπορέσω θα δούμε μήπως έρθει ο Πολ (Λάβερτι)», απαντά.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα για αυτό το παμπ; Ήταν ιδέα του Πολ Λάβερτι; Και πώς αναπτύχθηκε, ρωτάμε τον Κεν Λόους.

«Ναι, ξεκίνησε από τον Πολ, που μου την πρότεινε και έκανε, όπως πάντα, και τις έρευνες του, πριν προχωρήσουμε μαζί. Ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να δείξουμε τα προβλήματα των χωριών στη βορειοανατολική περιοχή της Βρετανίας, εκεί που κάποτε υπήρξαν ανθρακωρυχεία που έκλεισαν με την πολιτική της Θάτσερ και που αφέθηκαν στην τύχη τους, με κατοίκους χωρίς δουλειές, με την εξαφάνιση ακόμη και αναγκαίων υποδομών, του ταχυδρομείου, των τραπεζών… Τα λιγοστά παμπ, όπως αυτό της ταινίας, είναι ο μοναδικός χώρος για μια κοινωνική σύναξη, όπου, πίνοντας ένα ποτήρι μπίρα, τους δίνεται η ευκαιρία για συναναστροφή, για ανθρώπινη επαφή, μακριά από την τηλεόραση και την καθημερινή, επίμονη κυβερνητική προπαγάνδα για το πόσο ωραία περνάνε, και πώς το κράτος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την καλυτέρευση της ζωής τους. Το παμπ μετατρέπεται σε χώρο για να κουβεντιάσουν, να συζητήσουν, για επικοινωνία, να βρουν τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων τους», λέει.

Σε παρατήρηση μας ότι αυτή η επαφή τους φέρνει πιο κοντά, τους δίνει την ευκαιρία να μοιράζονται τα συναισθήματα τους, τις σκέψεις τους, ο χώρος μετατρέπεται σε μέρος συνάντησης, ακριβώς όπως και οι κινηματογραφικές αίθουσες που δυστυχώς αρχίζουν να εξαφανίζονται, ο διάσημος σκηνοθέτης απαντά πως «ναι, ακριβώς, κι αυτό όπως πολύ σωστά τα λες, ήθελε να κάνει σήμερα η οικονομία μας».

Όπως σημειώνει, «η κοινωνία απομονώνεται, κατακερματίζεται. Οι άνθρωποι οδηγούνται στην απομόνωση».

Κληθείς να σχολιάσει ότι υπάρχουν όμως και συγκρούσεις και αντεγκλήσεις σε αυτό το παμπ, ο Κεν Λόουτς λέει πως «ναι, αυτοί που έρχονται είναι πρόσωπα από διαφορετικές γενιές και με διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις».

Αναφέρει περαιτέρω ότι «η ανεργία, η συνεχής εκμετάλλευση, η οικονομική απόσταση που διαρκώς αυξάνεται, κάνοντας τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους, δημιουργούν έχθρα και οργή. Και η εμφάνιση των Σύριων μεταναστών, σε ένα τέτοιο εγκαταλειμμένο, φτωχό χωριό, εξαγριώνει μερικούς, τους οδηγεί στο ρατσισμό».

Επισημαίνει, όμως, ότι ταυτόχρονα, «εδώ υπάρχει και η ελπίδα στην ταινία. Γιατί ευτυχώς υπάρχουν και άνθρωποι, όπως ο Τι Τζέι (ο ιδιοκτήτης της παμπ) που έχουν την αίσθηση της αλληλεγγύης, που όταν γνωρίζουν πως κάποιος χρειάζεται βοήθεια τον βοηθάνε».

Επεκτείνοντας τη σκέψη του, ο Βρετανός σκηνοθέτης σημειώνει ότι «αυτό έχει αναπτυχθεί μέσα στην εργατική τάξη ύστερα από χρόνια αγώνων. Υπάρχει τεράστια δύναμη αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρακωρύχους και στις παλιές βιομηχανίες και τη θυμούνται. Τελικά, πρέπει να την ανακαλύψουμε ξανά, να την οργανώσουμε, να φτιάξουμε την πολιτική μας γύρω από αυτήν, να την κάνουμε συγκεκριμένη. Υπάρχουν πολλά πράγματα υπέρ μας, αν και δεν θα τα αναγνώριζες εύκολα εξαιτίας του Τύπου, του BBC, που προωθούν τον πεσιμισμό και τις αδυναμίες της εργατικής τάξης».

Σε σχόλιο ότι υπάρχουν σήμερα δυστυχώς σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ακροδεξιά κόμματα και κυβερνήσεις που το εκμεταλλεύονται αυτό και λένε στον κόσμο, εμείς αγωνιζόμαστε για σας, και ο κόσμος τους πιστεύει, ο Κ. Λόουτς συμφωνεί. «Ναι. Ναι. Είναι το μάθημα του 20ου αιώνα. Από τη δεκαετία του ‘20, με την μεγάλη απεργία του 1920», λέει.

«Και το κάνουν τώρα, υποστηρίζουν το ρατσισμό, ενθαρρύνουν τον ρατσισμό, ακόμη και ο Τύπος. Ακόμη και οι σοβαρές εφημερίδες, όχι μόνο ο κίτρινος Τύπος, προωθούν τη δεξιά πολιτική, υποστηρίζουν τον Τραμπ, γοητεύονται από τον Μπόρις Τζόνσον, ευτυχώς τον έπαψαν. Οδηγούμαστε σε ένα άλλο ολοκαύτωμα. Αυτό είναι το πρόβλημα», προσθέτει.

Συνεχίζοντας τη συζήτηση και στην άποψη ότι αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου «τα ακροδεξιά κόμματα τα ρίχνουν στους μετανάστες, που μας τρώνε τα λεφτά, τις δουλειές, με τον ίδιο τρόπο που ο Χίτλερ έριχνε όλα τα κακά στους Εβραίους», ο διάσημος σκηνοθέτης λέει ότι «ναι, ακριβώς έτσι. Αντίθετα με την Ελλάδα και την Ιταλία, και με εξαίρεση τη Μέρκέλ που δέχτηκε ένα μεγάλο αριθμό μεταναστών, η υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει αδιάφορη, ακόμη και εχθρική».

Γι’ αυτό, προσθέτει, καταλαβαίνεις τους Έλληνες και τη στάση τους. «Βλέπεις πως κάποια στιγμή τα πράγματα θα εκραγούν. Αν αφήνεις μια χώρα να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα, με εκατομμύρια μεταναστών, αντιλαμβάνεσαι πως θα υπάρξει αντίδραση».

Σε παρατήρηση ότι βάζει όμως στην ταινία του και κάποιους τύπους να εναντιώνονται στις προσπάθειες ένταξης των μεταναστών στη ζωή του χωριού και ερωτηθείς κατά πόσον αυτοί είναι για τον ίδιο οι κακοί της ταινίας, απαντά ότι δεν πιστεύει πως είναι κακοί.

«Αυτά που λένε είναι η αλήθεια. Οι μετανάστες φτάνουν με τα παιδιά τους, αυτά αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο, όπου ο δάσκαλος είναι ήδη υπερφορτωμένος με 30-35 μικρά παιδιά, ξαφνικά φτάνουν άλλα 7 με 8 παιδιά, που δεν μιλάνε καθόλου την αγγλική γλώσσα, ο δάσκαλος προσπαθεί να τα εντάξει, αυτό τον αναγκάζει να παραμερίσει τα άλλα παιδιά, εκείνα το λένε στους γονείς τους, και βέβαια, αυτοί αρχίζουν να παραπονιούνται και να αντιδρούν».

Και συνεχίζει: «Μην ξεχνάμε πως έχουν χάσει τη δουλειά τους, τα μαγαζιά έχουν κλείσει, κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Και έρχονται και οι μετανάστες και κάνουν τη ζωή τους πιο δύσκολη. Πηγαίνεις στο γιατρό κι αυτός δεν έχει χρόνο γιατί φροντίζει μετανάστες που δεν μιλούν αγγλικά και του παίρνει τη διπλάσια ώρα».

Και ποια είναι η λύση για τον ίδιο, τον ρωτάμε.

«Πρέπει να δεχτούμε το σχέδιο του ΟΗΕ. Είναι ο μόνος οργανισμός που έχουμε. Γιατί εδώ λέμε τι να τους κάνουμε; Δεν έχουμε χώρο, ούτε για μας. Μια παγκόσμια οργάνωση σαν τον ΟΗΕ είναι η μόνη που μπορεί να δώσει μια γενικότερη, παγκόσμια λύση. Όλες οι χώρες μαζί να πάρουν τη σωστή απόφαση και να κάνουν τις χώρες ασφαλείς. Είναι ένα βήμα μακριά από του να λένε, αυτοί φταίνε. Μερικοί λένε φταίνε. Αλλά υπάρχουν και εκείνοι που λένε δεν φταίνε. Και προσπαθούν να τους βοηθήσουν», απαντά.

Στην ερώτηση η Βρετανία τι μπορεί να κάνει σ’ αυτό, ο Κεν Λόουτς είναι κατηγορηματικός. «Πρώτα από όλα δεν πρέπει να κάνει πολέμους. Δεν μπορείς, δεν πρέπει να εισβάλλεις σε άλλες χώρες. Ήσουν ιμπεριαλιστική χώρα και τώρα πρέπει να αποζημιώσεις όσες χώρες εκμεταλλεύτηκες, πήρες όλο τον πλούτο τους και τις εγκατέλειψες, με τους κατοίκους να ζουν στη φτώχεια και την εκμετάλλευση. Κι όταν τώρα έρχονται οι μετανάστες πρέπει να σεβόμαστε τα δικαιώματά τους και να αναγνωρίζουμε τις ανάγκες τους. Το βρετανικό κράτος υπήρξε ένα από τα κύρια αιτία του μεταναστευτικού προβλήματος», απαντά.

Στην ταινία εμφανίζονται και μετανάστες και εύλογα προκύπτει το ερώτημα, πώς ήταν η συνεργασία με τους ίδιους τους μετανάστες, που δεν ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί;

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, «ήταν πολύ εύκολοι. Είναι Σύριοι από την ίδια περιοχή. Εκτός από τη νεαρή που ερμηνεύει τον κύριο ρόλο. Έμαθα πολλά από αυτούς σε κάθε σκηνή. Γιατί ανήκουν σε μια κουλτούρα που δεν γνώριζα. Κάθε τι που λένε σύμφωνα με το σενάριο του Πολ, πρέπει να το γνωρίζουν, να το κάνουν κάτι δικό τους, όχι ξένο, όχι επειδή το έγραψε ο Πολ. Ακολουθούν το ένστικτό τους. Κάθε τι πρέπει να τους ανήκει. Κι αυτό πρέπει να το αποδεχτείς».

Στην ταινία, ενώ οι κάτοικοι του χωριού παραπονιούνται πως κανένας δεν τους φροντίζει, δεν έχουν χρήματα, δεν έχουν εργασία, το κράτος ξοδεύει τόσα εκατομμύρια για τους βασιλικούς γάμους και ρωτούμε τον κ. Λόουτς, τι έχει ο ίδιος να πει γι’ αυτό;

Οι άνθρωποι, απαντά, «είναι πολύ κυνικοί για όλα αυτά, το ίδιο κυνικοί και για τη βασιλική οικογένεια. Η στέψη είναι προπαγάνδα για την άρχουσα τάξη, την ιεραρχία».

Σε παρατήρηση ότι υπάρχει όμως μια μερίδα που αντιτίθεται, λέει πως ναι, αλλά δεν το βλέπεις να το αναφέρει ο Τύπος.

Σε σχέση με όλες τις κοινωνικές παροχές, τις υπηρεσίες υγείας, λέει ότι όλα έχουν ιδιωτικοποιηθεί. «Τα ιατρεία έχουν υποβαθμιστεί, ούτε τα δόντια σου δεν μπορείς πια να φτιάξεις. Αν έχεις άνοια πρέπει να πληρώνεις εσύ. Όλα έχουν καταρρεύσει. Σιγά, σιγά, έχουν εξαφανιστεί όλα. Όσο για το κλιματικό πρόβλημα δεν ενδιαφέρονται καθόλου. Το Εργατικό Κόμμα, όταν είχε, γύρω στο 2015-16, αριστερό αρχηγό, τον Κόρμπιν, αγωνιζόταν για την παγκόσμια επιβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους, τη διερεύνηση αν η ύπαρξη του ΝΑΤΟ είναι πια αναγκαία γιατί η επεκτατικότητα του έχει καταντήσει να είναι επιθετική. Το 2021 είμαστε σχεδόν έτοιμοι να νικήσουμε και το κατεστημένο τον αφαίρεσε από τη θέση του, στην πραγματικότητα ήταν σαν πραξικόπημα, κατηγορώντας τον για αντισημιτισμό. Όλος ο τύπος, ακόμη και φιλελεύθερες εφημερίδες όπως η Γκάρντιαν, υποστήριξαν την καμπάνια εναντίον του και τον έδιωξαν. Τώρα εξαφανίστηκε. Ποτέ δεν τον καλούν στο BBC, ο Τύπος τον αποφεύγει, δεν τον αναφέρουν ποτέ. Παρόλο που μιλάει σε πλήθη στην επαρχία, κανένας δεν τον αναφέρει. Αντίθετα, τον Μπόρις Τζόνσον, παρόλα που έχει κάνει, και να σπάσει ένα παράθυρο τον αναφέρουν. Παραμένει συνεχώς στο επίκεντρο των ειδήσεων».

Τέλος, σε ένα ακόμα σχόλιο επί της πολιτικής και ερωτηθείς αν βλέπει κάποια αλλαγή στο Εργατικό Κόμμα, λέει πως «δυστυχώς όχι προς το παρόν. Εκείνη την περίοδο ήταν η στιγμή της ελπίδας μας. Και οι άνθρωποι είναι ακόμη εκεί, το μισό εκατομμύριο κόσμου που ο Κόρμπιν κατάφερε να συσπειρώσει γύρω από το κόμμα ακόμη περιμένουν. Υπάρχει μια τόσο ισχυρή αίσθηση ενάντια στη σημερινή πολιτική αλλά και οι δυναμικές συγκεντρώσεις του δεν αναφέρονται από τον Τύπο. Έχουμε μια αδίστακτη κοινωνική τάξη, αλλά ευτυχώς εξακολουθεί να υπάρχει και μια αντίσταση».

Πηγή: ΚΥΠΕ

Share
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Share