Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών στην ΕΕ δε διασφαλίστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), το οποίο καταγγέλλει ότι αεροπορικές εταιρίες “υποχρέωσαν τους πελάτες τους να δεχθούν κουπόνια αντί της επιστροφής χρημάτων, πρακτική μη σύννομη”, παρά το γεγονός ότι εισέπραξαν κρατικές ενισχύσεις ύψους δισεκατομμυρίων, “η χορήγηση των οποίων δεν συνοδεύθηκε από την προϋπόθεση της επιστροφής χρημάτων στους επιβάτες”.
Το ΕΕΣ υπενθυμίζει ότι η ενωσιακή νομοθεσία παρέχει στους αεροπορικούς επιβάτες το δικαίωμα επιστροφής του αντιτίμου του εισιτηρίου τους ή της μεταφοράς τους με άλλη πτήση.
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι κατά τους πρώτους μήνες της κρίσης πολλοί επιβάτες έχασαν χρήματα που δικαιούνταν, ορισμένες φορές με τη συμφωνία των κρατών – μελών: 15 εξ αυτών, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Βελγίου, ενέκριναν έκτακτα μέτρα για την απαλλαγή των αεροπορικών εταιρειών και των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών από την πάγια υποχρέωσή τους να επιστρέφουν το αντίτιμο του εισιτηρίου στους επιβάτες.
Το ΕΕΣ σημειώνει ότι “κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, πολλοί επιβάτες υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν κουπόνια, τα οποία, ωστόσο, δεν παρείχαν πάντοτε προστασία έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας των αεροπορικών εταιρειών”.
Επιπλέον τονίζει ότι “η πρακτική αυτή καθυστερούσε την προοπτική επιστροφής των χρημάτων. Από τα μέσα του 2020, οι αεροπορικές εταιρείες άρχισαν να επιστρέφουν χρήματα στους επιβάτες, διαδικασία που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, διαρκούσε πολύ περισσότερο από τις επτά ημέρες (για τους επιβάτες που είχαν αγοράσει μόνον αεροπορικό εισιτήριο) ή τις 14 ημέρες (για εκείνους που είχαν αγοράσει «πακέτο» που συνδύαζε αεροπορικό εισιτήριο και διαμονή) που προβλέπει η νομοθεσία”.
“Η μάχη ήταν ακόμη πιο άνιση για εκείνους τους επιβάτες που δεν είχαν προμηθευθεί τα εισιτήριά τους απευθείας από τις αεροπορικές εταιρείες. Αυτοί συνήθως «γίνονταν μπαλάκι» μεταξύ μεσαζόντων (όπως γραφεία ταξιδίων) και αεροπορικών εταιρειών και, στην καλύτερη περίπτωση, λάμβαναν μέρος μόνο των χρημάτων που τους οφείλονταν ή τα λάμβαναν με μεγάλη καθυστέρηση. Στη χειρότερη, δε, δεν πετύχαιναν την επιστροφή των χρημάτων τους”, αναφέρει το ΕΕΣ.
“Μεταξύ των πολλών συνεπειών της, η πανδημία έπληξε τα δικαιώματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών», δήλωσε η Annemie Turtelboom, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδια για την έκθεση. «Μολονότι έχει καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για τη στήριξη των αεροπορικών εταιρειών και των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών, ελάχιστα έχουν γίνει για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων εκατομμυρίων πολιτών στην ΕΕ.”
Το ΕΕΣ καταγράφει ότι η Κομσιόν ενέκρινε δημόσια μέτρα για τη στήριξη των αεροπορικών εταιρειών και των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών που είχαν πληγεί σοβαρά από την κρίση της COVID-19 σε όλη την ΕΕ. Αντέδρασε μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ: 54 αποφάσεις χορήγησης κρατικής ενίσχυσης εγκρίθηκαν κατά μέσο όρο εντός 13 ημερών από την κοινοποίηση, μάλιστα 23 από αυτές εντός μίας εβδομάδας.
Συνολικά, μεταξύ Μαρτίου 2020 και Απριλίου 2021, τα κράτη – μέλη κατέβαλαν 35 δισεκατομμύρια ευρώ από δημόσιους πόρους. Από κοινού, η Air France και η KLM έλαβαν περισσότερα από 11 δισεκατομμύρια ευρώ, η Lufthansa περισσότερα από 6 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι TUI, TAP και SAS περισσότερα από 1 δισεκατομμύριο ευρώ εκάστη. Φυσικά, ο κατάλογος αυτός δεν είναι εξαντλητικός.
Εντούτοις, καταγγέλλει ότι τα κράτη – μέλη “δεν έθεσαν ρητά ως προϋπόθεση για την ενίσχυση των αεροπορικών εταιρειών την επιστροφή χρημάτων στους επιβάτες”, μολονότι η Κομισιόν, εντός των ορίων των περιορισμένων αρμοδιοτήτων της στον τομέα των δικαιωμάτων των επιβατών, είχε καταστήσει σαφές ότι αυτό ήταν επιτρεπτό.
Εν τέλει, τα κράτη – μέλη “άφησαν την ευθύνη της επιστροφής χρημάτων στους επιβάτες αποκλειστικά στις αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες ενήργησαν σύμφωνα με τις δικές τους προτεραιότητες όσον αφορά τη χρήση των κρατικών ενισχύσεων”.
Οι ελεγκτές σημειώνουν ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα “οι επιβάτες να τύχουν σημαντικά διαφορετικής μεταχείρισης ανά την ΕΕ”.
Πηγή:ΚΥΠΕ