H Ερευνητική Επιτροπή που συστάθηκε με σκοπό τη διερεύνηση των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών από το 2007 έως και τη 17η Αυγούστου 2020 στο τελικό πόρισμα, “χρησιμοποιεί παραπλανητικούς ισχυρισμούς, αποκρύβει τη γνώση που λάμβανε και την εμπλοκή που είχε ο ίδιος ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή στον χειρισμό των θεμάτων εντός της Υπηρεσίας, με τρόπο που καθιστά προφανή την προσπάθεια της να πλήξει την Ελεγκτική Υπηρεσία και να της φορτώσει ευθύνη ακόμη και για την περίοδο μετά το 2019 όταν η Ελεγκτική Υπηρεσία αποφάσισε να διενεργήσει έλεγχο του ΚΕΠ αλλά μέχρι σήμερα συναντά προσκόμματα και κωλυσιεργίες”, αναφέρει σε ανακοίνωση που εξέδωσε την Τετάρτη η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Στην ίδια ανακοίνωση, η Ελεγκτική Υπηρεσία προσθέτει πως ήδη ενημέρωσε τον αρμόδιο Ευρωπαίο Επίτροπο για την “κατάφωρη παραβίαση κάθε αρχής αμεροληψίας και την ευρεία και διάχυτη ύπαρξη καταστάσεων σύγκρουσης συμφέροντος, από μέλη της Επιτροπής (Ερευνητικής), κυρίως δε από πρόσωπο που από το 2005 ήταν στέλεχος της Υπηρεσίας και από τον Γενάρη του 2013 δεύτερος τη τάξει στην Υπηρεσία, για το οποίο, άλλο μέλος της Επιτροπής, δημόσια προέβαλε τον ισχυρισμό ότι διακατέχεται από μονομανία κατά του Γενικού Ελεγκτή”.
Περαιτέρω αναφέρει ότι ενημέρωσε επίσης και για τις “απαράδεκτες μεθόδους” που χρησιμοποιήθηκαν από την Ερευνητική Επιτροπή για αλίευση πληροφοριών εκτός της θεσμοθετημένης διαδικασίας (με κατ’ ιδίαν τηλεφωνήματα, αναζήτηση πληροφοριών στο ηλεκτρονικό σύστημα αρχείου της Υπηρεσίας κ.λπ).
Προσθέτει ότι με συμπληρωματική επιστολή θα τον ενημερώσει και για τα πρόσθετα στοιχεία, αφού είναι σημαντικό να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε μία υποτίθεται οιονεί δικαστική επιτροπή, ώστε να λάβει τούτο δεόντως υπόψη κατά την ετοιμασία της επόμενης έκθεσης για το κράτος δικαίου στην Κύπρο.
Επίσης στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία της Κύπρου παρέμεινε για δεκαετίες προσκολλημένη σε ένα μοντέλο ελέγχου που βασικά αφορούσε έναν γενικό έλεγχο εντός των Υπουργείων, Τμημάτων και άλλων ελεγχόμενων οργανισμών.
Προσθέτει πως η μη ολοκληρωμένη τήρηση διεθνώς αποδεκτών προτύπων, εξ ορισμού αυξάνει τον κίνδυνο να μην εντοπιστεί κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου κάποιο πρόβλημα, ή ακόμη και να εκδοθεί έκθεση ή γνώμη με λανθασμένο συμπέρασμα (κύριος ελεγκτικός κίνδυνος).
Στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι η παθογένεια ήταν πρόδηλη και ο νυν Γενικός Ελεγκτής την αντιλήφθηκε ευθύς μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του αφού 2,5 μήνες μετά, έδωσε οδηγίες για δρομολόγηση της διαδικασίας αυτοαξιολόγησης και ομότιμης αξιολόγησης, με τα αποτελέσματα στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας να είναι εμφανή.
Προστίθεται ότι το 2018, για πρώτη φορά από το 1960, η Ελεγκτική Υπηρεσία διεξήγαγε τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων του κεντρικού κράτους για το οικονομικό έτος 2017 στη βάση διεθνών επαγγελματικών ελεγκτικών προτύπων και με δομημένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη δειγματοληψία και άρχισε σταδιακά η ετοιμασία ειδικών εκθέσεων επί διαχειριστικών ελέγχων και ελέγχων συμμόρφωσης στη βάση των διεθνών προτύπων.
Μέχρι και το 2017 ο έλεγχος που γινόταν εντός των Υπουργείων ήταν γενικός και είχε ανάμικτα στοιχεία και των τριών ειδών ελέγχου (οικονομικού, διαχειριστικού και συμμόρφωσης), χωρίς να τηρούνται τα πρότυπα ISSAIs, συνεχίζει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Σε ό,τι αφορά τις πολιτογραφήσεις, η Ελεγκτική Υπηρεσία διευκρινίζει ότι στο πλαίσιο ενός τέτοιου γενικού ελέγχου, λειτουργός της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, μετέβη το 2016 στο Υπουργείο Εσωτερικών για δύο εβδομάδες και εξέτασε γενικά τις διαδικασίες απόδοσης της κυπριακής υπηκοότητας, και όχι μόνο τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις, θέμα για το οποίο ετοίμασε προσχέδιο επιστολής.
Συνεχίζοντας προσθέτει πως η λειτουργός, λόγω της πολύ επιφανειακής φύσης του ελέγχου που διενεργούσε, και δίνοντας πίστη και στα όσα της αναφέρθηκαν από την αρμόδια λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών, δεν αντιλήφθηκε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Η Προϊσταμένη της λειτουργού που παρέλαβε το προσχέδιο της επιστολής μαζί με το σχετικό υποστηρικτικό υλικό, δεν αξιολόγησε τα ευρήματα ως τέτοια που θα δικαιολογούσαν προτεραιοποίηση του χειρισμού του θέματος και το άφησε για χρήση σε τυχόν μελλοντικό έλεγχο.
Επισημαίνει ότι δεν ενημερώθηκε η αρμόδια Ανώτερη Πρώτη Ελεγκτής ούτε και ο Γενικός Ελεγκτής.
Από τον Μάρτιο του 2019 και εντεύθεν, μετά από δημοσιεύματα και αναφορές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι το ΚΕΠ ενδεχομένως να εμπερικλείει αθέμιτες πρακτικές και φοροδιαφυγή, ο Γενικός Ελεγκτής έδωσε στις 10.7.2019 οδηγίες για πλήρη έλεγχο και την επομένη ζητήθηκαν από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όλα τα στοιχεία. Πέντε μήνες μετά η μόνη απάντηση που λήφθηκε ήταν πως τα στοιχεία τηρούνταν στο Υπουργείο Εσωτερικών, συνεχίζει να διευκρινίζει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Σημειώνει ακολούθως ότι τα στοιχεία ουδέποτε δόθηκαν στην Υπηρεσία και μάλιστα σε επιστολή του ημερ. 20.1.2020 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την άποψη ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν έχει καν το δικαίωμα διεξαγωγής τέτοιου ελέγχου.
Στο μεταξύ, το Υπουργικό Συμβούλιο, αποφάσισε στις 6.11.2019 τον διορισμό της Επιτροπής Καλογήρου η οποία θα εξέταζε όλες τις πολιτογραφήσεις από το 2007 μέχρι τον Μάιο του 2018, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία προσθέτοντας ότι με δεδομένο τον διορισμό της Επιτροπής αυτής, και εφόσον ο έλεγχος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας δεν είχε ακόμη αρχίσει, η Υπηρεσία αποφάσισε να αναμένει την ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής Καλογήρου προτού εξετάσει το ενδεχόμενο διεξαγωγής δικού της ελέγχου.
Προσθέτει πως η απόφαση αυτή περιλήφθηκε στην Ειδική Έκθεση ημερ. 31.1.2020 που αφορούσε την πολιτογράφηση Σαουδάραβα επενδυτή και μελών της οικογένειας του και η οποία, προτού εκδοθεί, εγκρίθηκε ομόφωνα από τη Διευθυντική Ομάδα στην οποία μετέχει και ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή.
«Τώρα ο ίδιος, περιφρονώντας κάθε αρχή δεοντολογίας και αμεροληψίας, επικρίνει την Υπηρεσία του για την απόφαση εκείνη», συνεχίζει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
«Τη στιγμή που όλη η κοινωνία βιώνει τα προσκόμματα που προβάλλονται από το 2019 στην Υπηρεσία μας σε σχέση με τον έλεγχο του ΚΕΠ, η Επιτροπή μάς κατηγορεί ότι αμελήσαμε να διεξάγουμε έλεγχο μετά το 2019», συνεχίζει η Ελεγκτική Υπηρεσία, επισημαίνοντας ότι «τόσο μεροληπτική είναι η προσέγγιση της, που ενώ με τόσες δυσκολίες και με στοιχεία από άλλους κυβερνητικούς φορείς καταφέραμε να ελέγξουμε την πολιτογράφηση στελεχών δύο εταιρειών, μας κατηγορεί ότι δεν καταφέραμε, χωρίς να έχουμε πρόσβαση στους φακέλους του Υπουργείου Εσωτερικών, να ελέγξουμε και άλλες εταιρείες, που ακόμη δεν ξέρουμε ποιες είναι».
Η Ελεγκτική Υπηρεσία παρατηρεί ακολούθως ότι η Επιτροπή, χωρίς να εξηγεί γιατί, δεν κάνει καμία αναφορά στην περίοδο προ του 2015, ίσως επειδή μεταξύ των ετών 2013-2015 ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή είχε οριζόντια καθήκοντα που περιλάμβαναν και το ΚΕΠ και άρα, αν η Υπηρεσία όφειλε να ελέγξει και δεν έλεγξε, η ευθύνη θα βάραινε και τον ίδιο.
Για επιστολή που ήρθε στην Υπηρεσία ως κοινοποίηση, με ερώτημα Βουλευτών για στατιστικά στοιχεία του ΚΕΠ, την οποία ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή ούτε καν να τη διαβάσει θεώρησε σημαντικό, η Επιτροπή κατηγορεί τον Γενικό Ελεγκτή ότι δήθεν αγνόησε ένα τεράστιας σημασίας στοιχείο, συνεχίζει.
Παρατηρεί ακόμα πως η Επιτροπή, αγνοώντας τις σχετικές πρόνοιες των προτύπων ISSAIs ως προς τη διενέργεια ελέγχων συμμόρφωσης και της διαδικασίας επιλογής των θεμάτων, “επιχειρεί να δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία όφειλε να προβεί σε πλήρη έλεγχο του ΚΕΠ από το 2016”.
Επίσης, “αγνοώντας τις πλέον βασικές αρχές ως προς τη μη ευθύνη του εξωτερικού ελεγκτή για θέματα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης στον ελεγχόμενο οργανισμό, προσπαθεί να μεταθέσει στους ώμους της Ελεγκτικής Υπηρεσίες ευθύνες που δεν της αναλογούν, τη στιγμή που η Επιτροπή τηρεί απόλυτη σιωπή για τον ρόλο των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και κυρίως της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου”, προσθέτει.
Σε τελική ανάλυση, η ίδια η Επιτροπή θα πρέπει να εξηγήσει γιατί, μετά την έκδοση του ενδιάμεσου πορίσματος με συμπερίληψη κεφαλαίων για τον ρόλο και την ευθύνη διάφορων φορέων που είχαν ρόλο στην παραχώρηση υπηκοοτήτων, αποφάσισε, “ενεργώντας εκτός των ορών εντολής της, να κατηγορήσει προσωπικά τον Γενικό Ελεγκτή”, συμπληρώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Πηγή:ΚΥΠΕ